- παρατράγῳδος
- παρατρᾰγῳδ-ος, ον,A pseudo-tragic, bombastic, Plu. 2.7a, Longin.3.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρατράγωδος — ον, Α 1. ο άκαιρα, υπερβολικά, πέρα από το μέτρο τραγικός 2. συνεκδ. πομπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τραγῳδός] … Dictionary of Greek
παρατράγῳδον — παρατράγῳδος pseudo tragic masc/fem acc sg παρατράγῳδος pseudo tragic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατράγῳδα — παρατράγῳδος pseudo tragic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατραγωδώ — έω, Α [παρατράγῳδος] μιλώ, διηγούμαι κάτι όπως οι τραγικοί, μιμούμαι το τραγικό ύφος … Dictionary of Greek